ὀκτασσός

ὀκτασσός
ὀκτασσός, ή, όν,
A eightfold, POxy.1638.30 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οκτασσός — ὀκτασσός, ή, όν (Α) οκταπλούς, σε οκτώ αντίγραφα («τὰ τῆς ὁμολογίας γράμματα ὀκτασσὰ γραφέντα», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ), κατά το δισσός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”